βασταίνω

βασταίνω
(αόρ. βάστηξα) см. βαστώ

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "βασταίνω" в других словарях:

  • βασταίνω — βλ. βαστάζω …   Dictionary of Greek

  • βαστάζω — και βαστώ ( άω) και βασταίνω και βαστάνω (AM βαστάζω, Μ και βαστῶ και βασταίνω και βαστάνω) 1. κρατώ κάτι με το χέρι 2. μεταφέρω 3. υπομένω, υποφέρω μσν. νεοελλ. 1. (για έγκυο γυναίκα) κυοφορώ 2. φορώ 3. κατέχω («βαστάει τα κλειδιά») 4. τηρώ… …   Dictionary of Greek

  • κατανταίνω — (Μ κατανταίνω) καταντώ*. [ΕΤΥΜΟΛ. < καταντώ, κατά τα ρ. σε αίνω (πρβλ. αρρωστώ: αρρωσταίνω, βαστώ: βασταίνω)] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»